Suspiria 1 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους

Suspiria του Λούκα Γκουαντανίνο

Με τις Ντακότα Τζόνσον, Τίλντα Σουίντον, Κλόε Γκρέις Μόρετζ

 

Ριμέικ της κλασικής ταινίας τρόμου του Ντάριο Αρτζέντο από τον σκηνοθέτη του
«Να Με Φωνάζεις Με Τ’ Όνομά Σου»

Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του πρόσφατου φεστιβάλ Βενετίας –
Bραβεία καλύτερου τραγουδιού και ειδικών εφέ

Άσε τη Μητέρα να σε φροντίσει…

 

Διάρκεια: 152’

Ημερομηνία κυκλοφορίας: 1 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους

 

Απέραντο σκοτάδι στροβιλίζεται στο κέντρο μιας σχολής χορού διεθνούς φήμης. Σκοτάδι μέσα στο οποίο θα βυθιστεί η καλλιτεχνική διευθύντρια της σχολής, μια φιλόδοξη νέα χορεύτρια κι ένας ψυχοθεραπευτής, που βρίσκεται σε πένθος. Κάποιοι θα υποταχθούν στον εφιάλτη. Άλλοι – επιτέλους – θα ξυπνήσουν.

ΣΥΝΟΨΗ

Βερολίνο, δεκαετία του ’70. Η νεαρή Αμερικανίδα χορεύτρια, Σούζι Μπάνον, πηγαίνει στη (διαιρεμένη) γερμανική πρωτεύουσα, προκειμένου να πάρει μέρος σε οντισιόν για την παγκοσμίου φήμης σχολή χορού «Helena Markos». Και κατορθώνει να εντυπωσιάσει την διάσημη χορογράφο της σχολής, τη Μαντάμ Μπανκ, με το ακατέργαστο ταλέντο της. Όταν η Σούζι κατορθώνει να αρπάξει το ρόλο της κορυφαίας χορεύτριας, η Όλγα, η προκάτοχός της, συνθλίβεται ψυχολογικά και κατηγορεί ως μάγισσες τις γυναίκες διευθύντριες της σχολής. Καθώς οι πρόβες γίνονται ολοένα και πιο απαιτητικές προκειμένου να δοθεί μια τελευταία παράσταση με τη χορογραφία που αποτελεί το σήμα κατατεθέν της σχολής, η Σούζι και η Μαντάμ Μπλανκ έρχονται υπερβολικά κοντά η μία στην άλλη. Η Σούζι δεν βρέθηκε στη σχολή απλώς για να χορέψει. Εν τω μεταξύ, ένας περίεργος ψυχοθεραπευτής ο οποίος προσπαθεί να αποκαλύψει τα σκοτεινά μυστικά της «Helena Markos», στρατολογεί μια άλλη χορεύτρια και χρησιμοποιεί τη βοήθειά της, προκειμένου να φτάσει στα βάθη των κρυφών υπόγειων θαλάμων της σχολής, όπου παραμονεύουν φρικιαστικές ανακαλύψεις.

ΥΠΟΘΕΣΗ

Η νεαρή Αμερικανίδα χορεύτρια, Σούζι Μπάνον, πηγαίνει στο Βερολίνο της δεκαετίας του ’70 με την ελπίδα ότι μπορεί να γίνει μέλος της διεθνούς φήμης σχολής χορού «Helena Markos». Ήδη από την πρώτη της πρόβα η Σούζι εντυπωσιάζει με το ταλέντο της τη διάσημη χορογράφο της σχολής, τη Μαντάμ Μπλανκ, κάτι που πολύ γρήγορα την οδηγεί στο να κερδίσει το ρόλο της κορυφαίας χορεύτριας. Η προκάτοχος της Σούζι, η Όλγα, καταρρέει και κατηγορεί τις «Μητέρες», οι οποίες διευθύνουν τη σχολή, πως είναι μάγισσες. Πριν όμως καταφέρει να το σκάσει, συλλαμβάνεται και βασανίζεται από μια μυστηριώδη δύναμη, η οποία με κάποιον τρόπο συνδέεται με το χορό της Σούζι. Παρά το γεγονός ότι η Σούζι λαμβάνει από την αρχή προειδοποιητικά σήματα κινδύνου, συνεχίζει την άνοδό της στην κορυφή της σχολής, με κάθε κόστος. Καθώς οι εξαντλητικές πρόβες συνεχίζονται προκειμένου να δοθεί μια τελευταία παράσταση με τη χορογραφία «Volk», που αποτελεί το σήμα κατατεθέν της σχολής, η Σούζι και η Μαντάμ Μπλανκ έρχονται ιδιαζόντως πολύ κοντά η μία με την άλλη, κάτι που δηλώνει πως αυτό που επιδιώκει η Σούζι ευρισκόμενη στη συγκεκριμένη σχολή, δεν εξαντλείται στο χορό. Εν τω μεταξύ, ο ψυχοθεραπευτής Δόκτορ Κλέμπερερ ανακαλύπτει το ανατριχιαστικό ημερολόγιο που κρατούσε μια ασθενής του, η Πατρίσια, πρώην χορεύτρια στη σχολή «Helena Markos», στο οποίο ημερολόγιο περιγράφεται μια αρχαία δαιμονική θρησκεία, την οποία εξασκούν οι Μητέρες. Όταν ο Πατρίσια εξαφανίζεται μυστηριωδώς, ο γιατρός προσπαθεί να ενημερώσει σχετικά την αστυνομία, που όμως δεν του δίνει σημασία. Παίρνοντας την υπόθεση στα χέρια του, προσεγγίζει μια ενεργή χορεύτρια της συγκεκριμένης σχολής, τη Σάρα, προκειμένου να τον βοηθήσει. Μετά τη συνάντησή τους η Σάρα τολμά και χώνεται στα βάθη των κρυμμένων θαλάμων της σχολής, όπου την περιμένουν παράξενες και φρικτές ανακαλύψεις.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

«Το πρώτο πράγμα που τραβούσε την προσοχή σου ήταν το αίμα. Χυνόταν από το κομμένο κεφάλι της χορεύτριας κι έσταζε στο κορμί της σαν ένα υποχθόνιο κολιέ, ενώ τελικά μαζευόταν σε μια πορφυρή συλλογή, σαν λίμνη, όχι μακριά από τα δυο πόδια της, τα οποία βρίσκονταν στη χαρακτηριστική στάση en pointe. Πάνω από τη χορεύτρια, η αφίσα έγραφε “UN FILM DI DARIO ARGENTO”. Κι από κάτω, μόνο μία υποβλητική λέξη: “SUSPIRIA”». Περιττό να πούμε πως ο 10χρονος Λούκα Γκουαντανίνο καταγοητεύτηκε. Ο Γκουαντανίνο είδε για πρώτη φορά την αφίσα του «Suspiria» σε ένα σινεμά κάπου στη βόρεια Ιταλία, όπου είχε σταλεί για καλοκαιρινή κατασκήνωση. «Ήταν μια δύσκολη περίοδος για μένα», εξομολογείται. «Δεν ήμουν ο δημοφιλής στην κατασκήνωση – ήμουν ο ντροπαλός. Και είχα ήδη καλλιεργήσει ένα πάθος για πράγματα που τα παιδιά της ηλικίας μου δεν γούσταραν, όπως το σινεμά αλλά και μια τρομερή έλξη για το νοσηρό». Κάθε μέρα, τα παιδιά της κατασκήνωσης διέσχιζαν το εγκαταλελειμμένο χωριό Τσεσενάτικο και ήταν εκεί όπου ο μελλοντικός υποψήφιος για Όσκαρ είδε την έντονη αφίσα για την κλασική ταινία τρόμου του Αρτζέντο από το 1977, να κρέμεται μπροστά από έναν διαλυμένο κινηματογράφο. Του άφησε μια ανεξίτηλη εντύπωση. «Δεν γνώριζα περί τίνος επρόκειτο», θυμάται. «Δεν γνώριζα πως ο τίτλος ήταν λατινικός. Η εικόνα, όμως, ήταν τόσο δυνατή, που βυθίστηκε μέσα μου. Περνούσαμε καθημερινά από το χωριό, η μοναδική στιγμή που μ’ ενδιέφερε όμως, ήταν όταν βρισκόμουν κοντά στο σινεμά και μπορούσα να θαυμάσω εκ νέου την αφίσα. Με αυτόν τον τρόπο ανακάλυψα τον Ντάριο Αρτζέντο και το ‘’Suspiria’’ κι έτσι σφυρηλατήθηκε μία από τις πρώτες μου ταυτότητες, τόσο ως σκηνοθέτη όσο και ως ανθρώπου».

Για κάποια χρόνια ο Γκουαντανίνο δεν γνώριζε για το «Suspiria» τίποτε παραπάνω από την εντυπωσιακή αφίσα και το όνομα του σκηνοθέτη. Έως ότου, σε ηλικία 13ων ετών, έπεσε πάνω σε μια προβολή του «Suspiria» στην ιταλική κρατική τηλεόραση, τη στιγμή που είχε στρωθεί το οικογενειακό δείπνο. «Είπα, ‘’Δεν θέλω να φάω’’, και πήγα και κλειδώθηκα ολομόναχος σε ένα δωμάτιο για να δω την ταινία», λέει. Το φιλμ ήταν έτσι όπως το φανταζόταν κι ακόμα περισσότερα. «Ήμουν τρομοκρατημένος και ενθουσιασμένος από την τρελή αυθάδεια της ταινίας, τη φορμαλιστική της τόλμη, τη μουσική, την υποβλητική δύναμη του θέματος με τις μάγισσες. Η ταινία μου προκάλεσε τόσο τεράστια εντύπωση ώστε το μόνο που σκεφτόμουνα ήταν, ‘’θέλω να την ξαναδώ. Θέλω να διαβάσω τα πάντα σχετικά με την ταινία’’. Πήγα μέχρι και τη δημοτική βιβλιοθήκη προκειμένου να βρω εφημερίδες από την εποχή που βγήκε η ταινία στις αίθουσες».

Δεν πέρασε πολύ καιρός και ο Γκουαντανίνο άρχισε να φαντασιώνεται σχετικά με το πώς θα ξαναγύριζε ο ίδιος την ταινία. «Είχα τετράδια στα οποία έγραφα ‘Suspiria, του Λούκα Γκουαντανίνο’. Επηρεασμένος από την ταινία του Ντάριο, άρχισα να σκέφτομαι μια Suspiria που θα ήταν δική μου». Πλέον, ως επόμενη ταινία μετά την πιο φημισμένη ταινία της καριέρας του, το υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερου φιλμ «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου», ο Γκουαντανίνο κατόρθωσε επιτέλους να μεταφέρει το παλιότερο κινηματογραφικό του όνειρο στην πραγματικότητα. Ένα βαθύτατα προσωπικό homage στην ταινία που τον συνεπήρε και τον ενέπνευσε από πολύ νεαρή ηλικία.

Η Τίλντα Σουίντον, μία από τις πρωταγωνίστριες της ταινίας και επί χρόνια συνεργάτρια του Γκουαντανίνο, λέει πως το νέο «Suspiria» είναι περισσότερο μια διασκευή παρά ένα ριμέικ. «Όπως γνωρίζουμε από τη μουσική, οι διασκευές πολύ συχνά ακούγονται εντελώς διαφορετικά από το αρχικό τραγούδι», λέει η ηθοποιός. «Η ώθηση να γίνει αυτή η ταινία προήλθε από μια βαθιά αγάπη για το ασύγκριτο κλασικό φιλμ του Αρτζέντο. Όλοι έχουμε μέσα μας αυτό το κάτι που μας εκτοξεύει δημιουργικά. Είμαι τόσο χαρούμενη για τον Λούκα που τελικά πραγματοποίησε αυτό που άρχισε να φαντάζεται πριν από τόσο πολλά χρόνια».

 

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Τώρα, που το όνειρο της ζωής του έχει πάρει σάρκα και οστά για τα καλά, ο Γκουαντανίνο ελπίζει πως η ταινία του θα έχει την ίδια επίδραση στους θεατές, που είχε η πρωτότυπη ταινία του Αρτζέντο στον ίδιο. «Θέλω οι άνθρωποι να δουν την ταινία και να επηρεαστούν από αυτήν σε ένα εντελώς ασυνείδητο επίπεδο», λέει ο Γκουαντανίνο. «Θέλω να σκεφτούν ποιοι είναι σε σχέση με τον τρόπο ανατροφής τους. Θέλω οι άνθρωποι να αναλογιστούν τη σχέση τους με τις μητέρες τους. Και θέλω να δουν την τεράστια δύναμη των γυναικών, οι οποίες είναι τόσο ισχυρές και γεμάτες θέληση. Δεν είναι θύματα οι γυναίκες. Είναι πολυσύνθετες, φανταστικές, ενοχλητικές, ατρόμητες και μερικές φορές κακές».

Κι αν τελικά η εκδοχή του Γκουαντανίνο δώσει έμπνευση σε νέους κινηματογραφιστές να επισκεφτούν και πάλι την ιστορία αυτής της μυστικιστικής σχολής χορού σε κάποιες δεκαετίες από τώρα, η Τίλντα Σουίντον είναι αναφανδόν υπέρ κάτι τέτοιου. «Δεν θα ήταν υπέροχο αν κάποια μέρα, κάποιος εμπνευστεί να σκεφτεί μια διασκευή αυτού που κάναμε εμείς;» αναρωτιέται. «Νομίζω πως αυτή είναι μια υπέροχη σκέψη».

 

SHORT BIO ΓΚΟΥΑΝΤΑΝΙΝΟ

Ο Luca Guadagnino γεννήθηκε στις 10 Αυγούστου του 1971 στο Παλέρμο της Σικελίας, στην Ιταλία. Ο πατέρας του είναι Ιταλός και η μητέρα του Αλγερινή. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Αιθιοπία όπου ο πατέρας του δίδασκε Ιταλική Φιλολογία στην Αντίς Αμπέμπα, αναγκάστηκαν να γυρίσουν όμως στην Ιταλία το 1977, όταν την εξουσία στην αφρικανική χώρα κατέλαβε ο Χαϊλέ Μαριάμ Μενγκίστου. Σπούδασε λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Σαπιένζα της Ρώμης, στο τμήμα Ιστορίας και Κριτικής Κινηματογράφου, με μια διατριβή για τον Αμερικανό σκηνοθέτη Τζόναθαν Ντέμι. Το «Suspiria» είναι η έκτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί. Έχουν προηγηθεί οι ταινίες: «The Protagonists» (1999), «Melissa P.» (2005), «Είμαι ο έρωτας» (Io sono l’amore, 2009), «Κάτω από τον ήλιο» (A Bigger Splash, 2015) και «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου» (Call Me by Your Name, 2017). Το «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου» ήταν υποψήφιο για τέσσερα Όσκαρ, ανάμεσά τους κι εκείνο καλύτερης ταινίας, κερδίζοντας τελικά το Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου. Τέσσερις ταινίες του έχουν λάβει μέρος στο φεστιβάλ Βενετίας, μία στο φεστιβάλ Βερολίνου και καμία στο φεστιβάλ των Καννών! Στις τέσσερις ταινίες του που προβλήθηκαν στη Βενετία, πρωταγωνίστρια ήταν η Τίλντα Σουίντον. Οι δύο από τις έξι συνολικά ταινίες του είναι βασισμένες σε προηγούμενες ταινίες, χωρίς να αποτελούν ακριβώς ριμέικ. Και στις δύο αυτές ταινίες συμπρωταγωνιστούν οι Τίλντα Σουίντον και Ντακότα Τζόνσον. Προσεχώς, έχουν ανακοινωθεί δύο κινηματογραφικά σχέδια με τον Γκουαντανίνο ως σκηνοθέτη. Το ένα είναι το σίκουελ για το «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου» και το άλλο είναι ένα παράδοξο σχέδιο κατά το οποίο η ταινία που θα γυρίσει βασίζεται ολόκληρη στο άλμπουμ του Μπομπ Ντίλαν «Blood on the Tracks»!

 

SHORT BIO ΣΟΥΙΝΤΟΝ

Η Katherine Matilda Swinton γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1960 στο Λονδίνο. Η μητέρα της είναι Αυστραλέζα ενώ ο πατέρας της είναι Βρετανός, με αγγλικές, σκοτσέζικες (κυρίως) και ιρλανδέζικες ρίζες. Σπούδασε κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και αποφοίτησε το 1983 με πτυχίο Αγγλικής Λογοτεχνίας. Την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση την κάνει το 1986, πρωταγωνιστώντας στην ταινία «Caravaggio» του γκέι σκηνοθέτη Ντέρεκ Τζάρμαν. Ζούσε και εργαζόταν μαζί με τον Τζάρμαν για τα επόμενα οχτώ χρόνια της ζωής της, μέχρι το θάνατο του σκηνοθέτη από AIDS το 1994. Συνολικά συνεργάστηκαν σε επτά ταινίες. Η ταινία με την οποία έκανε μεγάλο θόρυβο γύρω από το όνομά της ήταν το «Ορλάντο» (Orlando, 1992) της Σάλι Πότερ το 1992. Έχει συμμετάσχει σε πάνω από 50 ταινίες στην καριέρα της. Εκτός από τον Τζάρμαν και τον Γκουαντανίνο έχει συνεργαστεί πάνω από μία φορά με σκηνοθέτες όπως ο Τζιμ Τζάρμους (σε τρεις ταινίες και ετοιμάζεται για την τέταρτη, με τίτλο «The Dead Don’t Die»), ο Γουές Άντερσον (σε τρεις ταινίες), οι αδελφοί Κοέν (σε δύο ταινίες) και ο Μπονγκ Τζοον-χο (δύο ταινίες).  Πέρα από τη συνεργασία της με διάφορους δημιουργούς του παγκόσμιου σινεμά έχει συμμετάσχει και σε αρκετές χολιγουντιανές παραγωγές. Και μάλιστα, έχει κερδίσει και Όσκαρ β’ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της την ταινία «Μάικλ Κλέιτον» (Michael Clayton, 2007) του Τόνι Γκίλροϊ. Προσεχώς, πέρα από τη νέα ταινία του Τζάρμους, θα τη δούμε στις ταινίες: «The Souvenir» της Τζοάνα Χογκ, «The Personal History of David Copperfield» του Αρμάντο Ιανούτσι και «Memoria» του Απιτσατπόνγκ Βεερασεθακούλ!

 

SHORT BIO ΤΖΟΝΣΟΝ

Η Dakota Mayi Johnson γεννήθηκε στις 4 Οκτωβρίου του 1989 στο Όστιν του Τέξας, στις ΗΠΑ. Πατέρας της ο ηθοποιός και σκηνοθέτης, Ντον Τζόνσον και μητέρα της η ηθοποιός Μέλανι Γκρίφιθ. Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο το έκανε σε ηλικία 10 ετών στην ταινία «Το καλοκαίρι της ελευθερίας» (Crazy in Alabama, 1999) στην οποία: σκηνοθέτης ήταν ο πατριός της, ο Αντόνιο Μπαντέρας, πρωταγωνίστρια ήταν η μητέρα της και έπαιζε μαζί με την ετεροθαλή αδελφή της, Στέλλα Μπαντέρας. Πέρασαν 11 χρόνια για να εμφανιστεί ξανά στο σινεμά και το έκανε με έναν μικρό ρόλο στην ταινία «The Social Network» (2010) του Ντέιβιντ Φίντσερ, όπου είχε μια σκηνή ουσιαστικά με τον Τζάστιν Τίμπερλεϊκ. Στο ενδιάμεσο αλλά έως και τώρα ακόμα, ασχολείται με το μόντελινγκ. Μέχρι σήμερα έχει παίξει συνολικά σε 19 μεγάλου μήκους ταινίες. Ο ρόλος που την έκανε διάσημη σε όλο τον κόσμο ήταν αυτός της Αναστέζια Στιλ στην τριλογία ταινιών «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι», που βασιζόταν στην αντίστοιχη τριλογία ταινιών της I.E. Τζέιμς. Φέτος, πριν λίγες εβδομάδες, την είδαμε να πρωταγωνιστεί στην ταινία «Δύσκολες ώρες στο Ελ Ροαγιάλ» (Bad Times at the El Royale) του Ντρου Γκοντάρντ. Προσεχώς, θα τη δούμε στη νέα ταινία του Μπαμπάκ Ανβάρι (σκηνοθέτη της ταινίας τρόμου «Στη σκιά του φόβου»), που δεν έχει ακόμα τίτλο, καθώς επίσης και στην ταινία «The Peanut Butter Falcon» των Τάιλερ Νίλσον και Μάικ Σουάρτζ.

 

SHORT BIO ΕΜΠΕΡΣΝΤΟΡΦ

Ο Lutz Ebersdorf γεννήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου του 1936 στο Μόναχο της Βαυαρίας, στη Γερμανία. Το 1938, όταν ο Έμπερσντορφ ήταν μόλις δύο ετών, η οικογένειά του το έσκασε από τη ναζιστική Γερμανία. Αρχικά πήγαν στη Γενεύη, στην Ελβετία και μετά στο Λονδίνο. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της νεότητάς του στο Κάμπεργουελ, στο Νότιο Λονδίνο και τελικά επέστρεψε στο Μόναχο το 1954, όπου και σπούδασε φιλοσοφία, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη μορφολογική ψυχολογία και το ψυχόδραμα. Με το που αποφοίτησε το 1957, ο Λουτζ ήταν ένας από τους συνιδρυτές του πειραματικού θεατρικού σχήματος  Piefke Versus – μια ριζοσπαστική ομάδα περφόρμανς, η οποία ήταν βαθύτατα επηρεασμένη από τον Βιενέζικο Αξιονισμό και ιδίως από το έργο του Έρμαν Νιτς. Δουλεύοντας σε διάφορες παράξενες εργασίες για χρόνια προκειμένου να εξασφαλίζει το ζην, ο Έμπερσντορφ, όπως και τα άλλα μέλη του γκρουπ, έστηναν σποραδικές περφόρμανς, συχνά σε δημόσιους χώρους, και παρήγαγαν μια σειρά από ταινίες μικρού μήκους εντελώς πρωτοποριακές, που σήμερα θεωρούνται εξαφανισμένες. Τελικά, ο ίδιος διέλυσε την ομάδα το 1964 και επικεντρώθηκε στις σπουδές του, πάνω στις θεωρίες της Μέλανι Κλάιν. Το διδακτορικό του το πήρε το 1967. Από τότε δουλεύει ως ψυχολόγος στο Βερολίνο, έχοντας εξειδίκευση στις σχέσεις μητέρας-κόρης. Όταν τον προσέγγισε ο Λούκα Γκουαντανίνο για να παίξει το ρόλο του ψυχαναλυτή Γιόζεφ Κλέμπερερ στην ταινία «Suspiria», δεν μπορούσε παρά να πει «ναι».

 

SHORT BIO ΤΟΜ ΓΙΟΡΚ

Ο Thomas Edward Yorke γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου του 1968 στην πόλη Γουελινγκμπόρο της κομητείας Νορθχαμπτονσάιρ, που βρίσκεται σε μια απόσταση 112 χιλιομέτρων από το Λονδίνο. Ο Γιορκ είναι ο φυσικός ηγέτης του συγκροτήματος Radiohead: είναι ο τραγουδιστής, ο κιθαρίστας, ο κιμπορντίστας και ο συνθέτης. Το «Suspiria» είναι η πρώτη ταινία για την οποία συνθέτει μουσική και γράφει τραγούδια. Ο συνάδελφός του στο συγκρότημα, ο Τζόνι Γκρίνγουντ, έχει ασχοληθεί πολύ περισσότερο με τη σύνθεση κινηματογραφικής μουσικής, υπογράφοντας τα σάουντρακ για τις περισσότερες από τις ταινίες του Πολ Τόμας Άντερσον, ενώ έχει γράψει το σάουντρακ της ταινίας «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν», στο οποίο πρωταγωνιστούσε η Τίλντα Σουίντον! Αλλά και τρίτο μέλος των Radiohead έχει γράψει κινηματογραφική μουσική, και συγκεκριμένα ο Φιλ Σέλγουεϊ, για την ταινία «Let Me Go»!