Υποψήφιος Νο 1.908.765

Με πολεμούν από παντού. Με ρωτούν γιατί δεν μπορώ να μπω στο λεωφορείο, γιατί αργώ να φτάσω στο ραντεβού, γιατί όταν βγαίνω έξω πρέπει να πιω. Με κατηγορούν που έχω κατάθλιψη, που έχω άγχος, που έχω φοβίες, που έχω εμμονές. Προσπαθούν λίγο λίγο να με πείσουν ότι φταίω, ότι δεν προσπαθώ, ότι δεν είμαι συνεπής σε αυτά που λέω, στα πτυχία που πήρα ,στον κόπο των πανελληνίων, στις απαιτήσεις που για όλους είναι οι ίδιες. Με πολεμούν που για κάθε ανάσα που παίρνω δεν λέω ευχαριστώ, που για το ότι έχω σπίτι και φαγητό, δεν είμαι ευγνώμων, που μπορώ και βλέπω και ακούω κι περπατάω και είμαι τόσο αχάριστος.

 

Με βομβαρδίζουν με πληροφορίες που το μυαλό μου δεν είναι φτιαγμένο να μπορεί να επεξεργαστεί. Μου τραβούν την προσοχή μέρα με τη μέρα σφυροκοπώντας πάνω στα πλευρά μου, γροθιές γεμάτες αμέτρητες αρνήσεις, κλωτσιές γεμάτες θανατηφόρες ειδήσεις, χαστούκια που ξεχειλίζουν από οργή και παραίτηση. Σε κάθε βήμα που κάνω είναι εκεί να ανοίξουν χαντάκια απροσπέλαστα που ξανοίγονται μπροστά μου σκοτεινά απύθμενα γεμάτα βία και θυμό. Κι αν δεν καταφέρει να με λυγίσει ο φόβος της πτώσης τότε ανεβάζουν τους στόχους μου σε κορφές με χιλιάδες παγίδες που γεννούν πολλές μικρότερες που δεν μπορώ να δω σαν λερναίες ύδρες, τερατώδεις και τρομαχτικές.

 

Με καθηλώνουν επιστρατεύοντας κάθε μέσο μπροστά σε οθόνες που ποτέ δεν έχουν μεγάλο κουμπί για να κλείνουν, παρά μόνο είναι κόκκινο, μικρούλι και πολύ μακρύτερα από τον αντίχειρά μου απ’ότι είναι το άλλο κουμπί που με βυθίζει πιο πολύ στη μαλακία. Προβάλλουν συνεχώς μπροστά μου κινούμενες εικόνες έτοιμες, εύπεπτες, απλές, που δεν ταξιδεύουν τη σκέψη, παρά την κλείνουν σε άσπρα δωμάτια χωρίς φύση χωρίς τρυφερότητα. Δεν τους ένοιαξε ποτέ να μάθω να διαβάζω και να γράφω αλλά μου ζήτησαν να ξέρω τυφλό σύστημα, να ‘μια πιο γρήγορος, πιο παραγωγικός. Σαν να ‘μια κάποιο μηχάνημα που δεν έχει ανάγκη την επικοινωνία αλλά την εντολή.

 

Έγινα έρμαιο της καθημερινής ρουτίνας μου, της ζοφερής πραγματικότητας που ξεντύνεται μπροστά μου σαν κακοπληρωμένος πραιτοριανός, κλείνοντας τα παράθυρα σε κάθε τρυφερότητα. Με μετρούν αδιάκοπα, μου παίρνουν μέτρα για το καλογυαλισμένο φέρετρο που αυτοί ονομάζουν επιτυχία. Με τρόμαξαν και σταμάτησα να αγαπώ αυτό που δεν ξέρω αλλά με έμαθαν καλά να το φτύνω κατάμουτρα και να το μισώ, να το ξεχωρίζω από «εμάς» σα χαλασμένη φακή, να βάζω τα στήθια μου μπροστά του σαν να μην έχει τίποτα να μου προσφέρει παρά μόνο να μου στερήσει.

 

Όμως… Χαχα… Τι ωραία ειρωνεία ρε πούστη μου.

 

Φτιάχτηκα για να παλεύω. Φτιάχτηκα για να παλεύω με το μυαλό μου κάθε μέρα γιατί υπάρχει μέσα μου φως αστείρευτο κι ας προσπαθούν αν το σβήσουν. Έκανα όνειρα κάποτε κι αυτά τα καλά θαμμένα ανθρωπάκια θα τσιγκλάνε πάντα την ψυχή μου την ταλανισμένη. Θα την τσιγκλάνε σαν τη μύγα του Σωκράτη κι εγώ ποτέ δεν θα μπορέσω να τα αγνοήσω. Θα μένουν εκεί και θα ρίχνουν λίπασμα στα δέντρα που μου φύτεψε η φύση όταν μ’ έφτιαξε. Θα ακούω τους θορύβους και τη μουσική που φτιάχνουν κάθε λεπτό. Και κάθε μέρα που θα ξυπνάω από τα ερεβώδη εφιαλτικά μου σενάρια θα είναι εκεί σαν φωνές σχιζοφρενή να μου μιλήσουν όταν κανένας άλλος θόρυβος δε θα τα σκεπάζει. Κι όσο κι αν φύγω μακριά ή αν μείνω κοντά κι απόμακρος, όσο λάθος και να πάει κι αυτό το σχέδιο που κατέστρωσα με περισσή ενδελέχεια μη και πάει στραβά, θα ‘ναι εκεί να μου λένε ψιθυριστά, σχεδόν ανεπαίσθητα, ότι υπάρχει κάτι που δεν υπολόγισα, κάτι που δεν πήρα υπ’όψιν κι ότι η επόμενη φορά θα’ναι καλύτερη. Κι ίσως μια μέρα δεν υπάρχω πια αλλά θα’χω μιλήσει γι αυτά σε αγκαλιές που μοιράστηκα και θα μένουν κι αυτά ανθισμένα σαν αμυγδαλιές να τα μυρίσει κάποιος άλλος που θα τα βρει στο δρόμο του, κι ας μην έχω μπορέσει να τους δώσω εγώ την τρυφερότητα που τους πρέπει. Γι αυτό κι εσύ να τα αγαπάς τα όνειρά σου, να τα σέβεσαι. Να τα φροντίζεις και που και που να μιλάς γι αυτά κι ας είναι το μονοπάτι που βαδίζεις μακριά από τη φωτισμένη λεωφόρο τους. Να τα αφήνεις να κυλούν μέσα σου που και που, να σου θυμίζουν ότι κάποτε θα γυρίσεις σε αυτά πιο δυνατός και έτοιμος. Να τα βλέπεις σαν πιτσιρίκια που παίζουν μπάλα στο προαύλιο και ξεσηκώνουν τη κυρα-τέτοια από δίπλα που θέλει να ακούσει ειδήσεις και μπουρδελοδημοσιογράφους.

 

Γιατί τα όνειρα δεν πετιούνται, μόνο πετάνε.. Αφού ξέρεις.