The Dead Review

Σαν σε μυθιστόρημα του Νταφόε, κάπου στο μεσαίωνα, ανάμεσα σε πόρνες  και εμπόρους, με τους γιατρούς της πανούκλας να τριγυρνούν και το πένθιμο κλίμα να απλώνεται παντού. Σαν σε κηδεία όπου ξαναβρίσκονται παράνομοι έρωτες, αποχαιρετίζονται φίλοι και βιρτουόζοι οργανοπαίχτες ξεπέφτουν στο βαριετέ. Κι όμως ήμασταν στο Fuzz.

Οι  Dead Brothers, οι Γενουάτες με τις παράξενες μάσκες και τα μακάβρια chansons, επανήλθαν στην Αθήνα το Σάββατο. Ο Alain Croubalian και η κομπανία του, μας τα ‘παν για το Angst, το καινούριο τους album που αναμένεται να κυκλοφορήσει το  ’18. Ξεκινώντας από τη γαλαρία του Fuzz που κοσμείται από το ανάλογο χριστουγεννιάτικο δέντρο, έφτασαν στη σκηνή με μια πομπή εμβατηριακή και συνέχισαν για μιάμιση περίπου ώρα να αφηγούνται περισσότερο από το να δίνουν συναυλία, όπως άλλωστε συνηθίζουν. Η χροιά του Croubalian που άλλοτε είναι βαθειά αλά Cohen και άλλοτε τσιριχτή σαν του Martin Jacques έδωσε τα απαραίτητα σκαμπανεβάσματα στη θεατρικότητα της παρουσίας του. Ενώ τα tracks που ξετυλίγονται μέσα από τη ρυθμικότητα της τούμπας στη θέση του μπάσου, τη νοσταλγία του βιολιού, το ρομάντζο του μαντολίνου και του μπάντζο αλλά και το αλλόκοτο της γκάιντας σε υποβάλουν να πάρεις μέρος στη μυσταγωγία της στιγμής.

Φέτος, όμως.. έκαναν κοιλιά. Κάτι ο φωτισμός που ήταν κάπως περίεργος, κάτι το Farewell στον Nikolas που δεν ήταν εκεί μαζί τους, κάπως έπεσαν οι ρυθμοί τους. Στο Story of Dead Brothers, το κατά κόσμον «Του νεκρού αδερφού», έδωσαν ρέστα και μας ξύπνησαν. Και φυικά μας αποζημίωσαν με το καθιερωμένο τους φινάλε καταμεσής του κοινού. Oh Mary don’t you whip no more! Και ένα Fuzz με σχετικά λίγο κόσμο, στο πόδι. Γύρω από την μπάντα λες και πετύχαμε αναπάντεχη performance του δρόμου σε κάποιο σοκάκι. Ρομαντικά πράγματα · έτσι για να ξεπλύνουμε την ψυχή.

Εκτός από την ιδιαιτερότητα των Dead Brothers σαν μουσικών και σαν είδος που δε συναντάς εύκολα παίζει ρόλο και κάτι πιο σημαντικό ακόμα. Το έχουμε ξαναπεί, και σίγουρα συμφωνείτε κι εσείς. Τα φυσικά όργανα on stage είναι μαγεία. Ξεχωρίζεις το καθετί και ξέρεις ότι εκείνη την ώρα παίζει για σένα. Οπότε μπάντες σαν αυτές, που μπλέκουν ήχους και φωνές σ’ αυτά τα μοναδικά ακομπανιαμέντα, τις εκτιμάς περισσότερο από κάθε στημένο “fast food”. Ανάβει το αίμα, βρε παιδί μου, πως να το κάνουμε!

ΚείμενοΖωή Νικολάου 

ΦωτογραφίεςΑλεξάνδρα Κατσαρού